bn:00100312a
Adjective Concept
EL
συντηρητικός  συντηρητική
EL
Αυτός που διαφυλάσσει την παράδοση ή που είναι υπέρ της διαφύλαξής της σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας και που αντιμετωπίζει με επιφύλαξη κάθε νεωτερισμό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που διαφυλάσσει την παράδοση ή που είναι υπέρ της διαφύλαξής της σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας και που αντιμετωπίζει με επιφύλαξη κάθε νεωτερισμό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations