bn:00100341a
Adjective Concept
EL
κατασκευαστικός  εποικοδομητική
EL
Που έχει σχέση με την κατασκευή ή που ασχολείται με την κατασκευή Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Που έχει σχέση με την κατασκευή ή που ασχολείται με την κατασκευή Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations