bn:00100581a
Adjective Concept
EL
ζηλιάρης  ζηλόφθονος  ζηλόφθων  φθονερός
EL
Που έχει την τάση, την αδυναμία να ζηλεύει Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Που έχει την τάση, την αδυναμία να ζηλεύει Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet