bn:00100622a
Adjective Concept
EL
δημιουργικός
EL
Αυτός που έχει την ικανότητα να δημιουργεί, κυρίως κάτι πρωτότυπο και εμπνευσμένο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που έχει την ικανότητα να δημιουργεί, κυρίως κάτι πρωτότυπο και εμπνευσμένο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary