bn:00101358a
Adjective Concept
EL
δύσκολος  δύσκολος-η-ο  δύσκολο
EL
Αυτός που δεν είναι εύκολος, που απαιτεί ιδιαίτερη πνευματική ικανότητα ή προσπάθεια ή ιδιαίτερη δεξιοτεχνία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που δεν είναι εύκολος, που απαιτεί ιδιαίτερη πνευματική ικανότητα ή προσπάθεια ή ιδιαίτερη δεξιοτεχνία Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations