bn:00101687a
Adjective Concept
EL
επικρατών  κυρίαρχος  κυρίαρχη
EL
Αυτός που κυριαρχεί ή ασκεί επιρροή Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που κυριαρχεί ή ασκεί επιρροή Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations