bn:00101872a
Adjective Concept
EL
νωθρός  νωχελικός  οκνηρός
EL
Αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ενεργητικότητας, ζωντάνιας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ενεργητικότητας, ζωντάνιας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet