bn:00102159a
Adjective Concept
EL
μεγάλος  ψηλός
EL
Αυτός του οποίου το ύψος υπερβαίνει το συνηθισμένο, τον μέσο όρο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός του οποίου το ύψος υπερβαίνει το συνηθισμένο, τον μέσο όρο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet