bn:00102278a
Adjective Concept
EL
αναπόσπαστος  ολοκληρωτικός
EL
Αυτός που συντελεί στην ολοκλήρωση του πράγματος, καταστάσεως, γεγονότος, που επιφέρει ή επιτυγχάνει τη συμπλήρωση ενός όλου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που συντελεί στην ολοκλήρωση του πράγματος, καταστάσεως, γεγονότος, που επιφέρει ή επιτυγχάνει τη συμπλήρωση ενός όλου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary