bn:00102608a
Adjective Concept
EL
εκφραστικός
EL
Που εκφράζει συναισθήματα με τρόπο επιτυχή, έντονο, π.χ. εκφραστικό ύφος, εκφραστικό βλέμμα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Που εκφράζει συναισθήματα με τρόπο επιτυχή, έντονο, π.χ. εκφραστικό ύφος, εκφραστικό βλέμμα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet