bn:00102624a
Adjective Concept
EL
εξωτερικός
EL
Αυτός που γίνεται ή υπάρχει έξω από κάτι ή δεν προέρχεται από αυτό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που γίνεται ή υπάρχει έξω από κάτι ή δεν προέρχεται από αυτό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet