bn:00102730a
Adjective Concept
EL
προδοτικός  άπιστος
EL
Αυτός που προδίδει την εμπιστοσύνη κάποιου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που προδίδει την εμπιστοσύνη κάποιου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary