bn:00102802a
Adjective Concept
EL
γρήγορος  γρήγορα
EL
Αυτός που κινείται ή που μπορεί να κινηθεί με μεγάλη ταχύτητα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που κινείται ή που μπορεί να κινηθεί με μεγάλη ταχύτητα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations