bn:00103328a
Adjective Concept
EL
καινούριος  πρωτοποριακός
EL
Για κάτι που παρουσιάζεται για πρώτη φορά και που έχει συνήθως χαρακτήρα ανανεωτικό, πρωτοποριακό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Για κάτι που παρουσιάζεται για πρώτη φορά και που έχει συνήθως χαρακτήρα ανανεωτικό, πρωτοποριακό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet