bn:00103507a
Adjective Concept
EL
γενικός  γενική
EL
Αυτός που ενδιαφέρει, αφορά και περιλαμβάνει όλα ή σχεδόν όλα τα πρόσωπα ενός συνόλου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που ενδιαφέρει, αφορά και περιλαμβάνει όλα ή σχεδόν όλα τα πρόσωπα ενός συνόλου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations