bn:00103619a
Adjective Concept
EL
αβαθής  ελαφρός  επιπόλαιος  επιφανειακός
EL
Αυτός που περιορίζεται στην επιφάνεια, που στερείται της δυνατότητας εμβάθυνσης Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που περιορίζεται στην επιφάνεια, που στερείται της δυνατότητας εμβάθυνσης Greek Open Multilingual WordNet