bn:00103931a
Adjective Concept
EL
αξιολύπητος  συγκινησιακός
EL
Που αναφέρεται στη συγκίνηση, που πηγάζει από αυτήν Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Που αναφέρεται στη συγκίνηση, που πηγάζει από αυτήν Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary