bn:00104297a
Adjective Concept
EL
ομοφυλόφιλος
EL
Αυτός που αισθάνεται ερωτική έλξη προς άτομα του ίδιου με αυτόν φύλου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που αισθάνεται ερωτική έλξη προς άτομα του ίδιου με αυτόν φύλου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet