bn:00104386a
Adjective Concept
EL
ανθρώπινος  ανθρώπινη
EL
Που ανήκει στον άνθρωπο ή που έχει σχέση με τον άνθρωπο, το σύνολο των χαρακτηριστικών που διακρίνουν τον άνθρωπο από τα συγγενή είδη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Που ανήκει στον άνθρωπο ή που έχει σχέση με τον άνθρωπο, το σύνολο των χαρακτηριστικών που διακρίνουν τον άνθρωπο από τα συγγενή είδη Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations