bn:00104554a
Adjective Concept
EL
δύστροπος  κακότροπος
EL
Αυτός που στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους δημιουργεί συνεχώς δυσκολίες Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους δημιουργεί συνεχώς δυσκολίες Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet