bn:00104562a
Adjective Concept
EL
αθέμιτος  παράνομος
EL
Αυτός που είναι αντίθετος προς τα νόμιμα, προς τα θέσμια. Αυτός που γίνεται κατά παράβαση των καθιερωμένων (ηθικών αρχών, νόμων κ.τ.λ.) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που είναι αντίθετος προς τα νόμιμα, προς τα θέσμια. Αυτός που γίνεται κατά παράβαση των καθιερωμένων (ηθικών αρχών, νόμων κ.τ.λ.) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet