bn:00104765a
Adjective Concept
EL
αδρανής
EL
Αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση αδράνειας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση αδράνειας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet