bn:00104928a
Adjective Concept
EL
ανεξάρτητος
EL
Αυτός που δεν υπόκειται σε εξωτερικό έλεγχο και περιορισμούς Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που δεν υπόκειται σε εξωτερικό έλεγχο και περιορισμούς Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet