bn:00104964a
Adjective Concept
EL
αναγκαίος  απαραίτητος  επείγων  πρώτος
EL
Ο απολύτως βιαστικός, αυτός που πρέπει να ικανοποιηθεί αμέσως Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο απολύτως βιαστικός, αυτός που πρέπει να ικανοποιηθεί αμέσως Greek Open Multilingual WordNet