bn:00105171a
Adjective Concept
EL
ανασφαλής
EL
Που βρίσκεται σε ανασφάλεια ή που χαρακτηρίζεται από αυτήν Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Που βρίσκεται σε ανασφάλεια ή που χαρακτηρίζεται από αυτήν Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet