bn:00105553a
Adjective Concept
EL
μικρός  νεότερος
EL
Αδερφή ή αδερφός που είναι ηλικιακά μικρότερος σε σχέση με κάποιο άλλο από τα αδέρφια του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αδερφή ή αδερφός που είναι ηλικιακά μικρότερος σε σχέση με κάποιο άλλο από τα αδέρφια του Greek Open Multilingual WordNet
SIMILAR
Greek Open Multilingual WordNet