bn:00105834a
Adjective Concept
EL
αριστερός  αριστερό
EL
Αυτός που βρίσκεται στο αριστερό χέρι ή στην αριστερή πλευρά σε σχέση με τη θέση (μέτωπο) του ομιλητή ή του παρατηρητή Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που βρίσκεται στο αριστερό χέρι ή στην αριστερή πλευρά σε σχέση με τη θέση (μέτωπο) του ομιλητή ή του παρατηρητή Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations