bn:00105940a
Adjective Concept
EL
ελαφρύς
EL
Αυτός που είναι μικρός σε βαθμό ή ένταση ή αριθμό ή ποσότητα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που είναι μικρός σε βαθμό ή ένταση ή αριθμό ή ποσότητα Greek Open Multilingual WordNet
ANTONYM
Greek Open Multilingual WordNet