bn:00106059a
Adjective Concept
EL
λίγος  λιγοστός
EL
(επίθετο που χρησιμοποιείται συνήθως με ουσιαστικά που δηλώνουν ποσότητα)αυτός που είναι μικρός, περιορισμένος ως προς τον αριθμό, το πλήθος, την ποσότητα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(επίθετο που χρησιμοποιείται συνήθως με ουσιαστικά που δηλώνουν ποσότητα)αυτός που είναι μικρός, περιορισμένος ως προς τον αριθμό, το πλήθος, την ποσότητα Greek Open Multilingual WordNet
ANTONYM
SIMILAR
Greek Open Multilingual WordNet