bn:00106124a
Adjective Concept
EL
μακρύς  μεγάλος
EL
(με χρονική σημασία) αυτός που διαρκεί περισσότερο από το συνηθισμένο, το κανονικό ή γενικότερα σε σχέση με κάτι ανάλογο ή έχει μεγαλύτερη έκταση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(με χρονική σημασία) αυτός που διαρκεί περισσότερο από το συνηθισμένο, το κανονικό ή γενικότερα σε σχέση με κάτι ανάλογο ή έχει μεγαλύτερη έκταση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet