bn:00106483a
Adjective Concept
EL
υλιστικός
EL
Αυτός που αναφέρεται στον υλισμό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που αναφέρεται στον υλισμό Greek Open Multilingual WordNet
DERIVATION
SIMILAR
Greek Open Multilingual WordNet