bn:00106730a
Adjective Concept
EL
γαλακτερός  γαλακτώδης
EL
Αυτός που είναι γεμάτος με γάλα ή γαλακτώδη χυμό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που είναι γεμάτος με γάλα ή γαλακτώδη χυμό Greek Open Multilingual WordNet
DERIVATION
SIMILAR
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary