bn:00107405a
Adjective Concept
EL
κανονικός  ομαλός
EL
Για κάτι που δεν παρουσιάζει κάτι έκτακτο, που είναι συνηθισμένο και δε βρίσκεται σε έκτακτη κατάσταση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Για κάτι που δεν παρουσιάζει κάτι έκτακτο, που είναι συνηθισμένο και δε βρίσκεται σε έκτακτη κατάσταση Greek Open Multilingual WordNet
ATTRIBUTE
SIMILAR
Greek Open Multilingual WordNet