bn:00107587a
Adjective Concept
EL
ομαλός
EL
Αυτός που δεν αποκλίνει από το φυσιολογικό. Αυτός που λειτουργεί ή εξελίσσεται κανονικά με βάση ορισμένους σταθερούς κανόνες και χωρίς παρεκκλίσεις από αυτούς Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που δεν αποκλίνει από το φυσιολογικό. Αυτός που λειτουργεί ή εξελίσσεται κανονικά με βάση ορισμένους σταθερούς κανόνες και χωρίς παρεκκλίσεις από αυτούς Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet