bn:00108290a
Adjective Concept
EL
μερικός
EL
Αυτός που αφορά ένα μόνο τμήμα της έννοιας, στην οποία αναφέρεται, αυτός που δεν έχει ολοκληρωτικό χαρακτήρα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που αφορά ένα μόνο τμήμα της έννοιας, στην οποία αναφέρεται, αυτός που δεν έχει ολοκληρωτικό χαρακτήρα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet