bn:00108488a
Adjective Concept
EL
προσωπικός  προσωπική
EL
Που έχει σχέση με ένα πρόσωπο ή τις προσωπικές του υποθέσεις Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Που έχει σχέση με ένα πρόσωπο ή τις προσωπικές του υποθέσεις Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations