bn:00108666a
Adjective Concept
EL
φυτεμένος  φυτευτός
EL
Αυτός που έχει τοποθετηθεί στο χώμα για να μεγαλώσει, να αναπτυχθεί. Αυτός που τον έχουν φυτέψει, που δε φύτρωσε μόνος του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που έχει τοποθετηθεί στο χώμα για να μεγαλώσει, να αναπτυχθεί. Αυτός που τον έχουν φυτέψει, που δε φύτρωσε μόνος του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet