bn:00109157a
Adjective Concept
EL
περήφανος
EL
Αυτός που έχει ένα συναίσθημα ικανοποίησης και χαράς για κάτι που απέκτησε ή που κατάφερε να κάνει, να δημιουργήσει Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που έχει ένα συναίσθημα ικανοποίησης και χαράς για κάτι που απέκτησε ή που κατάφερε να κάνει, να δημιουργήσει Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations