bn:00109392a
Adjective Concept
EL
ριζικός
EL
Αυτός που αναφέρεται στη ρίζα, στα θεμέλια ή την ουσία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που αναφέρεται στη ρίζα, στα θεμέλια ή την ουσία Greek Open Multilingual WordNet
SIMILAR
Greek Open Multilingual WordNet