bn:00109515a
Adjective Concept
EL
αντάρτικος
EL
Αυτός που σχετίζεται με τους αντάρτες και συμμετέχει σε ένοπλη εξέγερση ατάκτων πολεμιστών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που σχετίζεται με τους αντάρτες και συμμετέχει σε ένοπλη εξέγερση ατάκτων πολεμιστών Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet