bn:00109661a
Adjective Concept
EL
θρησκευτικός
EL
Αυτός που έχει σχέση με τη θρησκεία, που προέρχεται από τη θρησκεία ή είναι σύμφωνος με αυτή Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που έχει σχέση με τη θρησκεία, που προέρχεται από τη θρησκεία ή είναι σύμφωνος με αυτή Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet