bn:00110501a
Adjective Concept
EL
άβαθος  αβαθής  ξέβαθος  ρηχός
EL
Αυτός που στερείται επαρκούς ή του συνήθους βάθους Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που στερείται επαρκούς ή του συνήθους βάθους Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet