bn:00110849a
Adjective Concept
EL
σοσιαλιστικός
EL
Αυτός που σχετίζεται με τον σοσιαλισμό ή τον σοσιαλιστή, που συμφωνεί με τις αρχές του σοσιαλισμού Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που σχετίζεται με τον σοσιαλισμό ή τον σοσιαλιστή, που συμφωνεί με τις αρχές του σοσιαλισμού Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet