bn:00111006a
Adjective Concept
EL
απατηλός  πλανερός
EL
Αυτός που παραποιεί την αλήθεια, που δημιουργεί ψευδείς εντυπώσεις· παραπλανητικός Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που παραποιεί την αλήθεια, που δημιουργεί ψευδείς εντυπώσεις· παραπλανητικός Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet