bn:00111112a
Adjective Concept
EL
στατικός
EL
Που ανήκει ή που αναφέρεται στη στάση, που προκαλεί ακινησία ή βρίσκεται σε ακινησία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Που ανήκει ή που αναφέρεται στη στάση, που προκαλεί ακινησία ή βρίσκεται σε ακινησία Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet