bn:00111161a
Adjective Concept
EL
πολιτειακός
EL
Αυτός που σχετίζεται με το πολίτευμα και γενικότερα με τον τρόπο ασκήσεως των εξουσιών από την πολιτεία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που σχετίζεται με το πολίτευμα και γενικότερα με τον τρόπο ασκήσεως των εξουσιών από την πολιτεία Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet