bn:00111236a
Adjective Concept
EL
στωικός
EL
Φαινομενικά ανεπηρέαστος από θλίψη, πόνο κ.τ.λ., απαθής Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Φαινομενικά ανεπηρέαστος από θλίψη, πόνο κ.τ.λ., απαθής Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet