bn:00111281a
Adjective Concept
EL
παράξενος  αλλόκοτος  ασυνήθιστος  παράδοξος  περίεργος
EL
Αυτός που διαφέρει από το συνηθισμένο, το κοινό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που διαφέρει από το συνηθισμένο, το κοινό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki
WordNet Translations