bn:00112319a
Adjective Concept
EL
αντιπαθητικός
EL
Αυτός που προκαλεί την αντιπάθεια των άλλων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που προκαλεί την αντιπάθεια των άλλων Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet