bn:00112464a
Adjective Concept
EL
άβολος
EL
Αυτός που δεν προσφέρει άνεση ή δε γίνεται με άνετο τρόπο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που δεν προσφέρει άνεση ή δε γίνεται με άνετο τρόπο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet